Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ ἤρυγγος

См. также в других словарях:

  • ἤρυγγος — eryngo fem nom sg ἤρυγγος eryngo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἠρύγγοιο — ἤρυγγος eryngo fem gen sg (epic) ἤρυγγος eryngo masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρύγγου — ἤρυγγος eryngo fem gen sg ἤρυγγος eryngo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»