-
1 ήρυγγος
-
2 ἤρυγγος
-
3 ἤρυγγος
ἤρυγγος, ἡ, eine Pflanze, Mannstreue, Nic. Th. 848. – Aber ὁ ἤρυγγος, oder τὸ ἤρυγγον, bei Arist. H. A. 9, 3, scheint der Ziegenbart zu sein, nach dem Zusatz ἔστι δὲ οἷον ϑρίξ; bei Plut. Symp. 7, 2, 1 wird dasselbe aber von der Pflanze ἠρύγγιον, vulg. ἠρύγκιον, erzählt, u. bei demselben de sera N. V. 14 steht ἠρυγγίτης dafür.
-
4 ἤρυγγος
ἤρυγγος, ἡ, eine Pflanze, Mannstreue. Aber ὁ ἤρυγγος, oder τὸ ἤρυγγον scheint der Ziegenbart zu sein -
5 ηρυγγος
-
6 ἤρυγγος
Grammatical information: 1. f., 2. m.Meaning: 1. name of a thistle-like plant, `Eryngium' (Nic. a. o.); 2. `beard of a goat' (Arist.).Derivatives: (1.) ἠρυγγίς f. `belonging to E.' (Nic.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: (1) Formation like εἴλιγγος and πίσυγγος; much more often in athemat. forms as φάρυγξ a. o. - (1) Acc. to Strömberg Pflanzennamen 72 from ἔαρ, ἦρος `spring', as "springingflower". - (2) The meaning `beard of a goat' is unexplained. Cf. Lobeck Proll. 306. - Clearly a (or two) Pre-Greek word(s).Page in Frisk: 1,644Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἤρυγγος
-
7 ἤρυγγος
ἤρυγγ-ος, ἡ,A eryngo, Eryngium creticum, Id.Th. 645, 849: more freq. as [var] Dim., [full] ἠρύγγιον, τό, E. campestre, Thphr. HP6.1.3, Plu.2.700d,776f (both forms in Dsc.3.21, ἠρύγγιον also = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22):—also [full] ἠρύγγη, ἡ, Plin.HN22.18, Phot.; = πόλιον, Hp. ap. Erot. (perh. to be read in Ulc.11); [full] ἠρυγγίτης [ῑ], ου, ὁ, Plu.2.558e, Suid.II [full] ἤρυγγος, ὁ, goat's beard, Arist.HA 610b29 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἤρυγγος
-
8 ηρυγγιον
-
9 ηρυγγιτης
-
10 ορυγγος
-
11 ηρύγγοιο
-
12 ἠρύγγοιο
-
13 ηρύγγου
-
14 ἠρύγγου
-
15 ὄρυγγος
-
16 ἠρύγγιον
-
17 λευκάς
-
18 ἠρύγγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρύγγιον
-
19 ἠρυγγίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρυγγίς
См. также в других словарях:
ἤρυγγος — eryngo fem nom sg ἤρυγγος eryngo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
ἠρύγγοιο — ἤρυγγος eryngo fem gen sg (epic) ἤρυγγος eryngo masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρύγγου — ἤρυγγος eryngo fem gen sg ἤρυγγος eryngo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* … Dictionary of Greek
ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* … Dictionary of Greek
ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek